-
1 προ-τροπή
προ-τροπή, ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῠσα εὐπειϑεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.